- αντιμολία
- η(όχι αντιμωλία), αντιπαράσταση, δίκη στην οποία είναι παρόντες στο δικαστήριο όλοι οι αντίδικοι (αντίθ. ερήμην): Το δικαστήριο δίκασε «κατ' αντιμολίαν».
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.